- αμυλοπηκτίνη
- Ένα από τα δύο συστατικά των αμυλόκοκκων (το άλλο είναι η αμυλόζη), που καλύπτει τον χώρο των περιφερειακών στοιβάδων τους. Αποτελεί το 75-90% της μάζας του αμύλου, διαλύεται στο νερό και σχηματίζει αμυλόκολλα, ενώ με ιωδιούχα αντιδραστήρια δεν χρωματίζεται μπλε. Από άποψη μοριακής σύστασης σχηματίζεται από μόρια γλυκοπυρανόζης, περισσότερα σε αριθμό από εκείνα της αμυλόζης.
* * *η (Βιοχ.-Φυσιολ.)μία από τις δύο μορφές αμύλου (η άλλη είναι η αμυλόζη).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amylopectin < amylo- (< λατ. amylum «άμυλο» < άμυλο(ν)) + pectin (πρβλ. πηκτίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.